- καυστικός
- caustique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καυστικός — capable of burning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek
καυστικός — ή, ό επίρρ. ά καυτερός, δριμύς, τσουχτερός: Τα λόγια του ήταν καυστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυστικά — καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc pl καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc/acc dual καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικώτερον — καυστικός capable of burning adverbial comp καυστικός capable of burning masc acc comp sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικῶν — καυστικός capable of burning fem gen pl καυστικός capable of burning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικόν — καυστικός capable of burning masc acc sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικώτατα — καυστικός capable of burning adverbial superl καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικαῖς — καυστικός capable of burning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικαί — καυστικός capable of burning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικοῖς — καυστικός capable of burning masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)